αρθρογραφώ

αρθρογραφώ
-ησα, γράφω το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητάς μου σε εφημερίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αρθρογραφώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αρθρογραφώ — ( έω) [αρθρογράφος] συντάσσω άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”